Δημογραφικά Δεδομένα

Ο πληθυσμός του Νομού ανέρχεται σε 59.356 κατοίκους αντιπροσωπεύοντας το 17,28% του πληθυσμού της Περιφέρειας Ηπείρου και μόλις το 0,60 % του πληθυσμού της χώρας. Ο πληθυσμός παρουσιάζει αύξηση κατά 4,89 % έναντι 14 % της Περιφέρειας Ηπείρου και 24,7 % της χώρας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού στο νομό τη περίοδο 1951- 2001 είναι 0,08 % και υπολείπεται αρκετά από τον αντίστοιχο της χώρας (0,61 %),ενώ υπερτερεί ελάχιστα του αντίστοιχου της Περιφέρειας Ηπείρου (0,06 % ). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι μέσα στα τελευταία 50 χρόνια (1951 – 2001) ο πληθυσμός του νομού παρέμεινε σχεδόν στάσιμος, με μια μικρή αύξηση της τάξης του 5,52 % ενώ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας στο ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε κατά 37,68 %, έναντι αύξησης 8,09 % του πληθυσμού της Ηπείρου.

Με βάση την τελευταία απογραφή (Ε.Σ.Υ.Ε., 2001), ο πληθυσμός του Νομού ανέρχεται σε 59.356  κατοίκους αντιπροσωπεύοντας το 17,28% του πληθυσμού της Περιφέρειας Ηπείρου και μόλις το 0,60 % του πληθυσμού της χώρας.

Εξετάζοντας τις επίσημες απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε. από το 1971 μέχρι και το 2001 (Πίνακας 1), παρατηρούμε ότι ο πληθυσμός παρουσιάζει αύξηση κατά 4,89 % έναντι 14 % της Περιφέρειας Ηπείρου και 24,7 % της χώρας.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού στο νομό τη περίοδο 1951- 2001  είναι 0,08 % και υπολείπεται αρκετά από τον αντίστοιχο της χώρας (0,61 %), ενώ υπερτερεί ελάχιστα του αντίστοιχου της Περιφέρειας Ηπείρου (0,06 % ).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι μέσα στα τελευταία 50 χρόνια (1951 – 2001) ο πληθυσμός του νομού παρέμεινε σχεδόν στάσιμος, με μια μικρή αύξηση της τάξης του 5,52 %  ενώ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας στο ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε κατά 37,68 %, έναντι αύξησης 8,09 % του πληθυσμού της Ηπείρου.

Αναλυτικότερα :

Τη δεκαετία 1951 – 1961 ο πληθυσμός του νομού παρουσιάζει αύξηση 10,12 %  έναντι 6,67 % της Περιφέρειας Ηπείρου και  9,90 % της χώρας.

Τη δεκαετία, όμως, 1961 – 1971 ο πληθυσμός του νομού μειώθηκε κατά 9,5 % έναντι μείωσης  11.99 % της Περιφέρειας Ηπείρου και αύξησης 4,53 % της χώρας.

Τη δεκαετία 1971 – 1981 έχουμε μείωση του πληθυσμού του νομού κατά 1,19 % έναντι σημαντικής αύξησης του πληθυσμού κατά 11 % στο σύνολο της χώρας και αύξηση κατά  4,58 % στο σύνολο της Περιφέρειας Ηπείρου.

Τη δεκαετία 1981 – 1991 έχουμε αύξηση   του πληθυσμού του νομού κατά 4,85 %   έναντι αύξησης κατά 4,68 % του πληθυσμού της Ηπείρου και αντίστοιχης αύξησης κατά  5,33 %   του πληθυσμού της χώρας.

Τέλος, τη δεκαετία 1991 – 2001 παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού του νομού κατά  1,24  %  έναντι αύξησης 4,15 %  της Ηπείρου και 6,84 % αύξησης  του πληθυσμού της χώρας.

Επισημαίνουμε τέλος, τη μείωση της ποσοστιαίας συμμετοχής του πληθυσμού του νομού στο σύνολο της χώρας από 0,74 % το 1951 σε 0,60 % το 2001.

Εξέλιξη του πληθυσμού την τριακονταετία 1971 – 2001 στο Νομό Πρέβεζας, το γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου και τη χώρα.

 

Η πυκνότητα του πληθυσμού στο Ν. Πρέβεζας το έτος 2001 διαμορφώνεται σε 57,29  κατοίκους ανά τ. χιλ., έναντι 38,45 κατοίκων σε επίπεδο Περιφέρειας Ηπείρου, 83,07 κατοίκων σε επίπεδο χώρας και 116,60 κατοίκων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ( Ευρώπη των 25 κρατών – μελών ).

 Γενικά ο Ν. Πρέβεζας είναι ένας αραιοκατοικημένος νομός, ο πιο πυκνοκατοικημένος όμως στην Ήπειρο.

Αναλυτικότερα η πυκνότητα του πληθυσμού στην Ήπειρο (ανά νομό), στο σύνολο της χώρας έτος 2001 εμφανίζεται ως εξής :

Στην περίοδο 1951 – 2001, ο αστικός πληθυσμός ακολουθεί ανοδική πορεία, με ρυθμούς όμως βραδύτερους από ότι στο σύνολο της χώρας.

Το ποσοστό του αστικού πληθυσμού από 21,7 % το 1951 φτάνει στο 28 % το 2001.

Ο ημιαστικός πληθυσμός στο νομό είναι χαμηλός και αφορά κυρίως τους οικισμούς Φιλιππιάδας, Θεσπρωτικού, Λούρου, Καναλακίου,  Πάργας και βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με τον αντίστοιχο ημιαστικό πληθυσμό της χώρας. Σημαντική αύξηση παρουσίασε την περίοδο 1981 – 1991 κυρίως στα οικιστικά κέντρα της Πάργας, του Καναλακίου και του Λούρου υπερβαίνοντας μάλιστα το αντίστοιχο ποσοστό της χώρας.

Ο Αγροτικός πληθυσμός του νομού για ολόκληρη την περίοδο 1951 – 1981 παραμένει σταθερός, γύρω στο 70 % του συνολικού πληθυσμού, ενώ στη συνέχεια εμφανίζει ραγδαία πτώση και φτάνει το 1991 στο 59,6 % και το 2001 στο 51,40 % του συνολικού πληθυσμού . Παραμένει ωστόσο, σημαντικά υψηλός σε σχέση με την χώρα.

Το 2001 ο αστικός πληθυσμός μαζί με τον ημιαστικό αντιπροσώπευε το 48,60 % του συνολικού πληθυσμού του νομού ( 28.850 κάτοικοι ) και παρουσίασε αύξηση 7,06 % την δεκαετία 1991 – 2001. Αντίστοιχα  ο αγροτικός πληθυσμός το 2001 αντιπροσώπευε το 51,40 του συνολικού πληθυσμού του νομού ( 30.506 κάτοικοι ) και παρουσίασε μείωση 9,79 % την περίοδο 1991 – 2001.

Αναλυτικότερα, η ποσοστιαία κατανομή του πληθυσμού του νομού και της χώρας σε Αστικό, Ημιαστικό και Αγροτικό διαμορφώνεται ως εξής :

Η φυσική κίνηση του πληθυσμού έχει παίξει πολύ μικρό ρόλο στην εξέλιξη του πληθυσμού του νομού Πρέβεζας. Στην δεκαετία 1981-1991 έχει σημειωθεί μια σημαντική πτώση των γεννήσεων, ειδικά στις αγροτικές περιοχές η οποία εξηγείται καλύτερα αν συνδυαστεί με την μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Οι θάνατοι παρουσιάζουν μια ομαλή αύξηση.

Η εξωτερική μετανάστευση του νομού ακολούθησε το ρυθμό μετανάστευσης της χώρας. Κύριος πόλος έλξης του πληθυσμού, κυρίως στη δεκαετία του ’60 ήταν η Γερμανία και κατά δεύτερο λόγο οι λοιπές Υπερωκεάνιες και Μεσογειακές χώρες.

Όσον αφορά τη σύνθεση των παλιννοστούντων από τις διάφορες χώρες που διέμεναν, οι περισσότεροι προέρχονται από τη Δυτική Ευρώπη και κυρίως από τη Γερμανία. Από αυτούς που επιστρέφουν, ένα σημαντικό ποσοστό γύρω στο 70% επιστρέφει στο νομό και συνήθως στα αστικά του κέντρα, ενώ ένα ποσοστό γύρω στο 80% από αυτούς που επιστρέφουν επανέρχεται στον οικισμό απ’ όπου ξεκίνησε.

Όσον αφορά την εσωτερική μετανάστευση, κύριος πόλος έλξης του πληθυσμού του νομού είναι η Αθήνα και λιγότερο τα αστικά κέντρα της υπόλοιπης χώρας. Αιτία αυτής της μετακίνησης είναι η αναζήτηση εργασίας καθώς και η συνέχιση των σπουδών της νεολαίας. Στην ενδονομαρχιακή μετακίνηση παρατηρείται μια μικρή ροή από τα ορεινά προς τα πεδινά.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εσωτερική κα εξωτερική μετανάστευση έχει μειωθεί πολύ στις μέρες μας. Οι κάτοικοι του νομού δεν βλέπουν πια με πολύ συμπάθεια την δυνατότητα εγκατάστασης σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Προτιμούν σαφώς τον τόπο τους, αν βέβαια έχουν την δυνατότητα να βρουν επαγγελματική απασχόληση. Αυτό ισχύει κυρίως για τους πεδινούς οικισμούς που έχουν δυνατότητες ανάπτυξης, ενώ το πρόβλημα παραμένει για τους προβληματικούς ορεινούς οικισμούς.

Αντίθετα, μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις που διαδραματίστηκαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια και το άνοιγμα των συνόρων,  ο Ν. Πρέβεζας, όπως άλλωστε συνέβη σε ολόκληρη την Ελλάδα, κατακλύστηκε τη δεκαετία του 1990 από ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα του νομού κύμα αλλοδαπών μεταναστών. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών αυτών προέρχεται από την γειτονική Αλβανία, ενώ σε πολύ μικρούς αριθμούς από τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης  ( Βουλγαρία, Ρωσία κ.λ.π. ). Τέλος, στο νομό διαβιεί και δραστηριοποιείται και ικανός αριθμός μεταναστών από διάφορες Ασιατικές χώρες κυρίως από την Ινδία και το Πακιστάν.

Σήμερα στο νομό ζουν  3.544  αλλοδαποί μετανάστες, η πλειονότητα των οποίων δραστηριοποιείται σε αγροτικές κατά κύριο λόγο εργασίες και σε μικρότερο βαθμό σε κτηνοτροφικές, οικοδομικές και λοιπές δραστηριότητες. Ο αριθμός αυτός στην πραγματικότητα είναι αρκετά μεγαλύτερος, καθώς δεν έχουν συμπεριληφθεί τα παιδιά των αλλοδαπών, δεδομένου ότι η εγγραφή τους στα μητρώα των αρμόδιων υπηρεσιών ( Νομαρχία, Αστυνομία ) βρίσκεται σε εξέλιξη. Υπολογίζονται πάντως να είναι 500 περίπου παιδιά. Από τον παραπάνω αριθμό, ως ενεργοί έχουν καταγραφεί 2.427 μετανάστες. 

Αναλυτικότερα στο Ν. Πρέβεζας δραστηριοποιούνται ( ενεργοί μετανάστες ) :

Αλβανοί
2.187
Ινδοί
37
Μολδαβοί
11
Πακιστανοί
13
Ρώσοι
13
Ουκρανοί
28
Ρουμάνοι
26
Βούλγαροι
26
Αιγύπτιοι
12
Γεωργία
12

Οι υπόλοιποι ενεργοί μετανάστες προέρχονται από διάφορες άλλες χώρες (Πολωνία, Αρμενία, Κίνα, Τσεχία, Σερβία, Νιγηρία κ.λ.π.).

Με βάση το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. (2002), ο Ν. Πρέβεζας υπολείπεται κατά 18% του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της χώρας και κατά 36% του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της Ε.Ε. (Ευρώπη των 25 κρατών-μελών)

Το ποσοστό ανεργίας φτάνει στο νομό το 2004 το 14,29% έναντι 12,9% το 2001 και 9,3% το 1991. (1991: 2.121 άνεργοι, 2001: 3010 άνεργοι, 2004: 3.344 άνεργοι). Η ανεργία στο νομό παρουσιάζει χειρότερη εικόνα σε σχέση με την αντίστοιχη της χώρας ( 10,2 % το 2004), ενώ σε σχέση με την περιφέρεια Ηπείρου βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι απ’ τους 3.344 ανέργους που καταγράφηκαν στο νομό το 2004, οι 2.176 άνεργοι ήταν γυναίκες (65%).

Η οικιακή χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και η βιομηχανική και συνολική κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος βαίνει συνεχώς αυξανόμενη. Έτσι, ενώ το 1991 το κατά κεφαλήν ηλεκτρικό ρεύμα σε  ΩΧΒ  στο νομό ήταν 1,575, έναντι 1,329 για την Περιφέρεια Ηπείρου και 2,886 για την χώρα, στο νομό το 1997 έφτασε στο 2,249.

Τα επιβατικά αυτοκίνητα που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους ανέρχονταν το 1990 σε 76 στο νομό, έναντι 82 στην περιφέρεια Ηπείρου και 166 για την χώρα, ενώ το 2004 έφτασαν στο νομό τα 208 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους. Το 2004 οι πωλήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 17% στο νομό, έναντι 13% της χώρας και αντιστοιχούσαν στο 0,3 % του συνόλου της χώρας. Η αναλογία τροχαίων ατυχημάτων είναι χαμηλή στο νομό. ( τροχαίο ατύχημα ανά 1.000 κατοίκους έναντι 1,5 της χώρας το 1991). Το 2003 τα τροχαία ατυχήματα στο νομό ανά 1.000 κατοίκους έπεσαν στο 0,53. Το 2004 τα τροχαία ατυχήματα στο νομό αυξήθηκαν κατά 32%, αλλά παρά ταύτα σημειώθηκε μείωση αυτών κατά 1,5 % σε σύγκριση με το σύνολο της χώρας.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εικόνα των τροχαίων ατυχημάτων στο νομό απ’ το 1995 μέχρι το 2004 :

 

1995:147 τροχαία ατυχήματα
1996:149 τροχαία ατυχήματα
1997:138 τροχαία ατυχήματα
1998:139 τροχαία ατυχήματα
1999:89 τροχαία ατυχήματα
2000:58 τροχαία ατυχήματα
2001:44 τροχαία ατυχήματα
2002:55 τροχαία ατυχήματα
2003:31 τροχαία ατυχήματα
2004:41 τροχαία ατυχήματα

Το 2004 στο νομό, τα επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. σε κυκλοφορία, ανέρχονταν σε 12.351 (επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. ανά 100 κατοίκους 20,12, έναντι 33 σ’ επίπεδο χώρας). Από αυτά, τα 944 αφορούσαν εγγραφές καινούργιων επιβατικών Ι.Χ.

Επίσης, το 2004 στο νομό ήταν:
– Ταξί σε κυκλοφορία: 150
– Λεωφορεία σε κυκλοφορία: 102
– Φορτηγά σε κυκλοφορία: 7.888

Οι τηλεφωνικές συσκευές ανά 100 κατοίκους ανέρχονταν το 1991 σε 38 στο νομό, έναντι 33,5 στην περιφέρεια Ηπείρου και 49 στη χώρα. Το 2000, οι τηλεφωνικές συσκευές έφτασαν στο νομό τις 50,55 ανά 100 κατοίκους.

Οι γιατροί ανά 1.000 κατοίκους, ανέρχονταν το 1991 σε 1 για το νομό, έναντι 1,75 στην Περιφέρεια Ηπείρου και 4 στη χώρα. Αντίστοιχα, το 2001, οι γιατροί στο νομό ανά 1.000 κατοίκους ανήλθαν σε 1,86.

Το δηλωθέν κατά κεφαλήν εισόδημα το 1990 φτάνει τις 215.000 δρχ. στο νομό, έναντι 251.675 δρχ. της Περιφέρειας Ηπείρου και 447.809 δρχ της χώρας. Το 2003, το δηλωθέν κατά κεφαλήν εισόδημα στο νομό φτάνει τις 4.303,50 €. (1.466.417 δρχ.). Οι κατά κεφαλήν αποταμιευτικές καταθέσεις το 2002 στο νομό ανέρχονταν σε 6.570 € και 7.007 € το 2003, έναντι 8.320 € στο σύνολο της χώρας γεγονός που τον κατατάσσει 22ο σε σχέση με τους 52 νομούς της χώρας.

Ο αριθμός των νοικοκυριών το 2001 στο νομό έφτασαν τα: 19.190 έναντι 16.772 το 1991. Το μέσο μέγεθος νοικοκυριού στο νομό το 2001 ανέρχονταν σε 2,94 άτομα. Ο αριθμός των κατοικιών το 2001 ήταν 28.913 έναντι 23.603 το 1991. Παρατηρείται δηλαδή όσον αφορά τις νέες κατοικίες μια αυξανόμενη τάση, η οποία αντιστοιχεί στο 1,5 νέες κατοικίες ανά 100 κατοίκους , έναντι 1,2 κατοικίες στο σύνολο της χώρας. Το 2003 ο αριθμός νέων κατοικιών ανήλθε σε: 573. Το ίδιο έτος ο αριθμός δωματίων νέων κατοικιών ήταν: 1903.  Ο μέσος όρος επιφάνειας των νέων κατοικιών (m2) ήταν 83,36 m2.

Από μία συνθετική εκτίμηση των παραπάνω δεικτών ευημερίας, προκύπτει ότι ο νομός υστερεί σε βασικούς δείκτες ευημερίας συγκριτικά με τους αντίστοιχους της χώρας.

Ο περισσότερο ανησυχητικός δείκτης είναι σαφέστατα ο δείκτης της ανεργίας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ραγδαία επιδείνωση ιδιαίτερα μεταξύ των νέων και των γυναικών και τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Ανησυχητικότερο, όμως είναι το γεγονός ότι στο άμεσο μέλλον δεν φαίνονται ακόμη ορατοί εκείνοι οι παράγοντες που θα προκαλέσουν ανάσχεση αυτής της αύξησης και στη συνέχεια μείωση της ανεργίας, παρά το γεγονός ότι η ανεργία στο νομό όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη χώρα, έχει εξελιχθεί σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα ( ίσως το μεγαλύτερο ).

Περαιτέρω, και όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των κατοίκων του νομού (εξεταζόμενη κάτω από αυστηρά οικονομικούς μετρήσιμους δείκτες όπως: οι κατά κεφαλήν τραπεζικές καταθέσεις, οι κατά κεφαλήν άμεσοι και έμμεσοι φόροι και το κατά κεφαλήν δηλωθέν εισόδημα) διαπιστώνεται εύκολα ότι αυτή δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 15 χρόνια. Αντίθετα, ικανοποιητικοί είναι οι δείκτες που σχετίζονται με την κατοικία και τις συγκοινωνίες, καθώς οι επί μέρους δείκτες (νέες κατοικίες, τροχαία ατυχήματα, κ.λ.π.) καταδεικνύουν σαφώς μια υπεροχή του Ν. Πρέβεζας σε σύγκριση με τους αντίστοιχους δείκτες του μέσου όρου της χώρας.

.

Το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού στο νομό δεν είναι ικανοποιητικό. Ποσοστό 38,44 %  του πληθυσμού έχει απολυτήριο Δημοτικού, είναι δηλαδή απόφοιτοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης, ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό (6,55%) των ατόμων που δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση.

Επιπρόσθετα, αρνητικό στοιχείο αποτελεί και το χαμηλό ποσοστό του πληθυσμού που έχει αποφοιτήσει από Ανωτάτη Σχολή (6,14%)  ή Ανωτέρα Σχολή (0,19%).

Ως κύρια αιτία αυτής της κατάστασης είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των προηγούμενων γενεών, η έλλειψη Α.Ε.Ι στο νομό, η αύξηση του δείκτη γήρανσης, η μείωση των γεννήσεων και η εισροή των οικονομικών μεταναστών οι οποίοι έχουν συνήθως χαμηλό επίπεδο.

Τα τελευταία χρόνια πάντως, η κατάσταση αυτή ανατρέπεται ραγδαία αφού κυρίαρχη τάση στο νομό, όπως άλλωστε και σ’ όλη την Ελλάδα είναι όλα τα παιδιά να σπουδάζουν, με αποτέλεσμα τα αμέσως επόμενα χρόνια, το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού του νομού θα είναι στο ίδιο μέσο όρο με τον αντίστοιχο της χώρας.

Ως κύριες αιτίες αυτής της ανατροπής, θεωρούνται, πέραν της νέας ΄΄φιλοσοφίας΄΄ που διέπει την ελληνική κοινωνία, ώστε όλα τα παιδιά να σπουδάζουν, δαπανώντας μάλιστα σημαντικά ποσά για την εκπαίδευση απ’ τον οικογενειακό προϋπολογισμό, η εύκολη πρόσβαση στα σχολεία (κατασκευή νέων δρόμων κ.τ.λ.), η κατασκευή πληθώρας σχολείων, όλων των βαθμών εκπαίδευσης, σε σημείο ώστε ο νομός να θεωρείται σχεδόν αυτάρκης σε εκπαιδευτικές υποδομές (όλα τα Δημοτικά και τα Γυμνάσια-Λύκεια λειτουργούν την ημέρα και είναι δημόσια (δηλ. κανένα μισθωμένο)) καθώς και η ίδρυση πρόσφατα των τμημάτων Τ.Ε.Ι στο νομό.