Νεκρομαντείο Αχέροντα

Κοντά στο Καναλάκι, στο χωριό Μεσοπόταμος πάνω σε ένα λοφίσκο, βρίσκεται το σπουδαιότερο κι αρχαιότερο Νεκρομαντείο ή Νεκυομαντείο, (νέκυς = νεκρός) της αρχαιότητας, το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, κοντά στην αρχαία μυκηναϊκή αποικία, την Εφύρα, (14ος π.Χ. αι.) Εδώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τις Πύλες του Κάτω Κόσμου που οδηγούσαν στο βασίλειο του Άδη (ή Πλούτωνα) υιού της Ρέας και του Κρόνου κι αδελφού του Δία, της Ήρας και του Ποσειδώνα και της Περσεφόνης.


Οι προσχώσεις των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού (Μαύρου) και Πυριφλεγέθοντος (Βωβού), συνέτειναν στον σχηματισμό έλους κι αργότερα λίμνης, της Αχερουσίας που σήμερα έχει αποξηρανθεί. Η ύπαρξη του βράχου με τη σπηλιά στα ΒΔ της λίμνης, στη συμβολή των τριών ποταμών, ήταν ιδανική για το στήσιμο τού ιερού μνημείου. Σε αυτό το Ιερό κατέφευγαν οι αρχαίοι, προσφέροντας χοές (σπονδές, προσφορές) στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες πληροφορίες, μετά από κατάλληλη προετοιμασία στην οποία υποβάλλονταν απ’ τους ιερείς του Μαντείου.


Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν ο προσκυνητής. Το κυρίως Ιερό είναι ένα τετράγωνο κτίριο με πλευρές 22μ μήκους. Περιλαμβάνει κυρίως αίθουσα, διαδρόμους, δωμάτια υποδοχής και προσωπικού, δωμάτια προετοιμασίας, αποθήκες στις οποίες διασώθηκαν πιθάρια με τις προσφορές των επισκεπτών, τον λαβύρινθο και το καθαυτό ιερό, όπου δίνονταν οι χρησμοί.


Το μαντείο, γνωστό πανελληνίως απ’ τον 5ο – 4ο π.Χ. αι., πυρπολήθηκε και καταστράφηκε απ’ τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Μετά την καταστροφή, ο χώρος της αυλής κατοικήθηκε πάλι τον 1ο π.Χ. αι. Τον 17ο μ.Χ. αι. ή λίγο παλαιότερα, στα ερείπια του Μαντείου κτίσθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, το καθολικό της οποίας σώζεται Οι ανασκαφές έφεραν στο φως το Νεκρομαντείο και διάφορα ευρήματα.


Το νεκρομαντείο βρίσκεται γεωγραφικά στην πεδιάδα του Αχέροντα. Είναι κατά τη μυθολογία η χώρα του Άδη (το σημερινό Φανάρι). Πιάνει από το χωριό Χόικα μέχρι τη θάλασσα και από τη Χόικα μέχρι την Παραμυθιά (τα Ηλύσια πεδία – Λειμών των ασφοδέλων). Διασχίζεται από τον Αχέροντα ποταμό και τους παραποτάμους του Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό. Η Αχερουσία λίμνη δεν υπάρχει πια.


Ο Άδης αρχηγός του κάτω κόσμου που εξουσίαζε τους νεκρούς, ταυτιζόταν με τον Πλούτωνα και μόνο μια φορά ανέβηκε στον πάνω κόσμο, για να αρπάξει την Περσεφόνη. Εδώ πίστευαν ότι υπάρχει μια από τις εισόδους για τον Άδη. Ο Χάρων έπαιρνε τον οβολό που έβαζαν στα χείλη του νεκρού οι συγγενείς και μετέφερε τις ψυχές από το πορθμείο του στην είσοδο του Άδη. Στο βάραθρο της Στύγας στεκόταν ο φύλακας Κέρβερος που ήταν τρικέφαλος σκύλος με ουρά λιονταριού που κατέληγε σε φίδι και τα μαλλιά του και το σώμα του ήταν γεμάτα φίδια (στα νομίσματα της Ελέας της Θεσπρωτίας βλέπουμε παραστάσεις του Κέρβερου). Οι ψυχές παρουσιάζονταν στο δικαστήριο του Άδη (Άδης, Μίνωας, Ροδάμανθος και Αιακός) που έκρινε τις πράξεις του νεκρού στη ζωή. Στην Οδύσσεια του Ομήρου, περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο. Κατά τη μυθολογία στον Άδη κατέβηκανκαι οι: Ορφέας, βασιλιάς της Θράκης για να φέρει πίσω τη γυναίκα του Ευρυδίκη, o Ηρακλής, ο Θησέας, κ.α.


Ο Λουκιανός, σατυρικός συγγραφέας, στους «νεκρικούς διαλόγους» που έγραψε, περιγράφει παραστατικά τα της εισόδου των νεκρών στον Άδη. (Χάρων: Απόδος ω κατάρατε τα πορθμεία Νεκρός: Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος…)