Οκτώ χιλ. βόρεια της Πρέβεζας, σ’ ένα καταπράσινο τοπίο σε έκταση 9000 στρεμμάτων , βρίσκεται η Αρχαία Νικόπολη. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., έγινε η ναυμαχία του Ακτίου μεταξύ των στόλων του Οκταβίου αφενός και της Κλεοπάτρας αφετέρου, κατά την οποία επεκράτησε ο Οκτάβιος.
Επακόλουθο της (μετά την αυτοκτονία του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, τελευταίας βασίλισσας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου) ήταν το τέλος της Ελληνιστικής και η αρχή της Ρωμαϊκής περιόδου και φυσικά η πλήρης επικράτηση του Οκταβiου. Σ’ ανάμνηση της νίκης του, ο Οκτάβιος έκτισε την Νικόπολη, στο νοτιότατο άκρο της Ηπείρου. Αυτή γρήγορα αναπτύχθηκε σε μεγαλούπολη, αφού προικίσθηκε με εξαιρετικά προνόμια και ατέλειες, ως “ελεύθερη” ελληνική πόλη κι ο πληθυσμός της συγκροτήθηκε από βίαια “συνοικισθέντες” Έλληνες πολίτες από 20 περίπου πόλεις της Αιτωλ/νίας και της Ηπείρου, αλλά κι απ’ τον Κόρινθο – κι αυτή την Ιταλία ακόμη- Τα τρία λιμάνια της, η εξαιρετική γεωγραφική της θέση ως κόμβου μεταξύ Ηπείρου – Ακαρνανίας αλλά και Ελλάδος – Ιταλίας, η επανίδρυση των Ακτίων ως “ισολυμπίων γυμνικών και μουσικής ιπποδρομίας τε πεντετηρικών αγώνων”, την μετέτρεψαν σε πόλο έλξης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. “Πόλις ευανδρούσα, λαμβάνουσα καθ ημέραν επίδοσιν”, αναφέρει ο Στράβων. Υπήρξε πόλος έλξης πνευματικών ανδρών της εποχής, όπως ο Επίκτητος (89 μ.Χ.). Η κατοίκηση της πόλης συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Την περίοδο 1ου αι. π.Χ. και 1ου και 2ου αι. μ.Χ. κοσμήθηκε με μεγαλόπρεπα δημόσια κτίρια κι έργα τέχνης. Διασώθηκαν κι αποκαλύφθηκαν ως τώρα, το Υδραγωγείο της, το νερό του οποίου μεταφερόταν από τις πηγές του Αγ. Γεωργίου Φιλιππιάδας, από απόσταση 50 χλμ., περίπου, με ανοικτό αγωγό πάνω σε “καμάρες” ή μέσα από σήραγγες. Ο αγωγός κατέληγε στο Νυμφαίον, δίδυμα διώροφα κτίρια στην πλευρά του Ιονίου – το οποίο αποτελούσε και την επίσημη είσοδο της πόλης απ’ το πέλαγος. Η πόλη προστατευόταν από τείχη (ρωμαϊκά), ερείπια των οποίων σώζονται σήμέρα. Το ωδείο, το θέατρο πάνω απ’ τη σημερινή δημόσια οδό οι θέρμες, το Μνημείο του Αυγούστου, με ενσωματωμένα τα έμβολα των πλοίων της Κλεοπάτρας είναι μνημεία της πρώτης περιόδου της Νικόπολης. Σε μια εποχή που οι Ρωμαίοι είχαν καταλάβει όλο τον κόσμο, η Νικόπολη, λόγω της στρατηγικής της θέσης εξελίχθηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα διακομιστικά και εμπορικά κέντρα. Γνωστά είναι τα λιμάνια της Κόμαρος και Βαθύ
Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή (4ος αι. μ.Χ.) η Νικόπολη δέχθηκε επιδρομές, περιορίστηκαν οι εμπορικές της δραστηριότητες και οι κάτοικοι στράφηκαν στον αγροτικό τομέα και κατασκεύασαν ένα νέο τείχος που μίκρυνε την έκτασή της. Εξακολούθησε όμως να είναι πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας που ονομάστηκε “ΠΑΛΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ”. Το 540 μ.Χ. ο Ιουστινιανός επισκεύασε τα ήδη υπάρχοντα παλαιοχριστιανικά τύχη για προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Αυτά τα τείχη (βυζαντινά) σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, με 35 τετράγωνους και ημικυκλικούς πύργους (τα βλέπουμε παράλληλα στην εθνική οδό).
Αυτή την περίοδο χτίστηκαν 6 μεγάλες Βασιλικές. Το Επισκοπικό Μέγαρο, η πεντάκλιτη Βασιλική του Αλκίσωνος, n τρίκλιτη Βασιλική του Δουμετίου – με εξαίρετα ψηφιδωτά -, η Βασιλική Δ στη δέση Ανάληψη, με εξαίρετα ψηφιδωτά-, κ.ά., είναι μερικά από τα μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί και μαρτυρούν την ακμή της Νικοπόλεως κατά τον 6ο μ.Χ. αι. Τη Νικόπολη περιέλαβε στην περιοδεία του (62-63 μ.Χ.) ο Απόστολος Παύλος και ίδρυσε, σύμφωνα με αναφορές, την Εκκλησία της (“σπούδασαν ελθείν προς με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαί” Προς Τίτον 3.12). Κι εδώ κατέφυγε (44 μ.Χ.) κι έμεινε ως το τέλος της ζωής του ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος (50-120 μ.Χ.), όταν η διδασκαλία του επέφερε την κατακραυγή της Ρώμης. Σεισμοί, επιδρομές, πυρκαγιές, την ερήμωσαν τελικά τον 10ο-11ο αι.
Κοντά στο σημερινό χωριό Ριζοβούνι του νομού Πρεβέζης βρίσκεται η αρχαία πόλη των Βατιών. Ήταν αποικία των Ηλείων. Χτίστηκε πάνω σε λόφο και περικλειόταν από πολυγωνικό τείχος που σώζονται ακόμη μέρη του. Διακρίνονται 3 πύλες και 2 θύρες. Είχε και εσωτερικά τείχη ενώ υπάρχουν στα τείχη και ρωμαϊκές προσθήκες.
Είναι το σημερινό Καστρί. Η σπουδαιότερη αποικία των Ηλείων του 8ου αι. π.Χ., πρωτεύουσα του κράτους των Ηλείων στην Κασσωπαία και κτισμένη στο λόφο που δεσπόζει όλης της περιοχής. Τα αρχαία Τείχη που σώζονται είναι του 360 π.Χ. Η περίμετρος των τειχών είναι 1640 μέτρα και ενισχύονται με 22 ορθογώνιους πύργους. Είχε έκταση 330 στρέμματα και στην πόλη κατοικούσαν 9-10.000 κάτοικοι. Το 343/2 π.Χ. την κατέλαβε ο Φίλιππος ο Β της Μακεδονίας πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την παρέδωσε στους Ηπειρώτες.
H πόλη καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους και αμέσως έγινε πρωτεύουσα του κοινού των Ηπειρωτών με δικό της νόμισμα υπό την εποπτεία του Ηλείου αποίκου Μενεδήμου Αγιάδα. Η παρακμή της αρχίζει το 31 μ.Χ. με την ίδρυση της Νικόπολης. Στην Πανδοσία σώζεται τείχος της εποχής του Ιουστινιανού. Δεν έχουν γίνει ανασκαφές.
Η ίδρυση και ο περιτειχισμός του Ορράου πρέπει να έγινε επί του βασιλέως των Μολοσσών Ακλέτα (385-370 π.Χ.) ή το αργότερο στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, ανοικοδομήθηκε και τελικά οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν για να συνοικισθούν στη Νικόπολη που ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη νίκη του στο Ακτιο (31 π.Χ.).
Το 1972 πραγματοποιήθηκε στον οικισμό ολιγοήμερη δοκιμαστική έρευνα από την τότε Προϊσταμένη της ΙΒ ΕΠΚΑ Ιουλία Βοκοτοπούλου. Από το 1975 το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων υπό τη Διεύθυνση του καθηγητή κ. Σ.Δάκαρη, σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, άρχισαν ανασκαφική έρευνα στο σπίτι του αρχαίου οικισμού.Η ανασκαφή του σπιτιού συνεχίστηκε το 1981. Στερεωτικές εργασίες σε τοίχους των αρχαίων οικιών έγιναν κατά τα έτη 1972,1973,1974,1976 και το 1981 από τη ΙΒ ΕΠΚΑ. Περιτειχισμένη πόλη της αρχαίας Μολοσσίας.
Τον ειδικό φρουριακό χαρακτήρα της ως πολίσματος-φρουρίου μαρτυρούν οι στενοί δρόμοι, η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, ο εφοδιασμός της με δεξαμενές νερού και κυρίως ο ισχυρός ενισχυμένος με πύργους οχυρωματικός περίβολος, σε συνδυασμό με τη στρατηγική θέση του οικισμού. Δώδεκα στενοί παράλληλοι δρόμοι, με κατεύθυνση Β-Ν διασταυρώνονται με δύο κάθετους δρόμους, δημιουργώντας μακρόστενες νησίδες πλάτους 15 μ.
Στο πλάτος κάθε νησίδας είναι κτισμένο συνήθως ένα σπίτι που ορίζεται από δύο παράλληλους δρόμους Οι ιδιωτικές λιθόκτιστες οικίες του Ορράου, σπάνιας διατήρησης, σώζουν ενίοτε και τους τοίχους του άνω ορόφου ως τη στέγη, με τα παράθυρα, τις παραστάδες των θυρών και τις δοκοθήκες του άνω ορόφου.
Bρίσκεται 500μ. βόρεια του Νεκρομαντείου.Είναι η αρχαιότερη πόλη της Ηπείρου, αποικία των Μυκηναίων του 14ου – 13ου π.Χ. αιώνα. Ήταν εμπορικό κέντρο της εποχής, αναφέρεται στα Ομηρικά Επη.Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί Κορίνθιοι άποικοι.Σώζεται κατεστραμμένο εξωτερικό τοίχος. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν δύο τάφοι παιδιών της εποχής του σιδήρου.Δεν έχουν γίνει άλλες ανασκαφές στον χώρο.
Ελάτρια, Βατία, Βούχετα (ή Βουχέτιον), Κασσώπη, Πανδοσία, ονόματα πόλεων αρχαίων, που ήκμασαν στην περιοχή του νομού Πρέβεζας και που τα ίχνη τους χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αιν. π.Χ. σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 550-650μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου, με σκοπό να προστατευθεί από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων, η εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα.
Η μεγάλη ακμή της πόλης σημειώνεται στον 3ο αιώνα π.Χ. όταν κτίζονται τα μεγάλα δημόσια κτίρια και ανοικοδομούνται πολλά σπίτια. Μέσα στον πολυγωνικό της περίβολο τείχη πάχους 3,20-3,50μ, – υπήρχαν περίπου 600 διώροφα σπίτια σε οικόπεδα των 230μ2, όλα με μεσημβρινό προσανατολισμό και άρτια κατασκευή και λειτουργικότητα, συνδεόμενα με μια οδό και με κοινό αποχετευτικό διάδρομο με ειδικό σκεπασμένο,υπόνομο. Κτισμένη κατά το Ιπποδάμειο σύστημα με 20 παράλληλους δρόμους, τους ¨στενωπούς¨, πλάτους 4,20μ., που μεταξύ τους απέχουν 30μ., και διασταυρώνονται με τους πλατύτερους δρόμους, τις “πλατείες”, πλάτους 6μ., σχηματίζοντας 60 περίπου οικοδομικά τετράγωνα, η Κασσώπη εντυπωσιάζει.
Στον χώρο δεσπόζει το Πρυτανείο ή Καταγώγιο, οικοδόμημα 30X30 μ., διώροφο κατά τις τρεις πλευρές και μονώροφο στην τέταρτη για να μη κρύβει τον ήλιο. Εμφανή είναι τα κατάλοιπα του Ωδείου και του Θεάτρου. Η πόλη είχε περίπου 10.000 κατοίκους. Καταστράφηκε το 167 π.Χ., απ΄ τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος) κι εγκαταλείφθηκε οριστικά με την υποχρεωτική συνοίκηση των κατοίκων της στη Νικόπολη, στο τέλος του 1ου π.Χ., αι.